Η συνέντευξη ενώπιον του αρμόδιου συμβουλίου επιλογής αξιοποιείται για την “αξιολόγηση” του κριτηρίου της “προσωπικότητας και της γενικής συγκρότησης του υποψηφίου”. Πρόκειται για το πλέον αμφιλεγόμενο κριτήριο και για τη διαδικασία που περισσότερο από κάθε άλλη έχει δεχθεί κριτική, ως το εργαλείο με το οποίο η εκάστοτε πολιτική ηγεσία προωθούσε τους ημετέρους και ανέπτυσσε τις πελατειακές της σχέσεις. Η κριτική συνήθως εστιάζει, μεταξύ άλλων, στον τρόπο συγκρότησης των συμβουλίων επιλογής που δεν παρέχει εχέγγυα αντικειμενικής κρίσης (τα μέλη τους ελέγχονται από το κόμμα που κυβερνά, αφού δεν υπάρχουν κατάλληλα κριτήρια επιλογής τους), στον υποκειμενισμό που εμφιλοχωρεί στη συνέντευξη, στην αυθαιρεσία των μελών ως προς τη δυσκολία των ερωτήσεων και στην άνιση αντιμετώπιση, στην αδιαφάνεια κ.λ.π.
Παρά τούτο, τόσο από τη Διοικητική Επιστήμη και τη Διοίκηση της Εκπαίδευσης, όσο και από την επικρατούσα διεθνώς πρακτική στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, έχει αναδειχθεί η αναμφισβήτητη χρησιμότητα και η αξία της συνέντευξης στις διαδικασίες επιλογής στελεχών. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της που αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν αναπτυχθεί διάφορες προτάσεις και τρόποι που διασφαλίζουν το υψηλότερο επίπεδο αντικειμενικότητας, διαφάνειας και αξιοκρατίας.
Στη χώρα μας αυτό επιδιώχθηκε μετά το 2010 με τη θεσμοθέτηση σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων.
Η αρχή έγινε στον χώρο της Παιδείας με τον ν.3848/2010 (υπουργός: Άννα Διαμαντοπούλου), με τον οποίο έγινε προσπάθεια δέσμευσης και κατεύθυνσης των συμβουλίων επιλογής σε συστηματικές και πιο αντικειμενικές διαδικασίες, ώστε η συνέντευξη να εστιάζει στις ικανότητες του υποψηφίου για αντίληψη της πραγματικότητας και αξιοποίηση των δυνατοτήτων του για ανάληψη πρωτοβουλιών:
- Εισήχθη στη διαδικασία ο τύπος της “δομημένης” συνέντευξης “με τη χρήση έντυπων υποδειγμάτων που … υποχρεώνουν κάθε μέλος του συμβουλίου να δώσει ξεχωριστή και αιτιολογημένη βαθμολογία”.
- Προβλέφθηκε επίσης ότι η “διαδικασία περιλαμβάνει τρεις φάσεις, α) την προετοιμασία του υποψηφίου πάνω σε μια μελέτη περίπτωσης, β) την εισήγηση από μέλος του συμβουλίου σχετικά με το φάκελο του υποψηφίου και γ) την παρουσίαση από τον υποψήφιο του θέματος, το οποίο έχει επεξεργαστεί».
- Θεσπίστηκε ακόμα η μαγνητοφώνηση της συνέντευξης. Αξίζει να αναφερθεί ότι για τον ίδιο σκοπό ο ν.3839/2010 (υπουργός: Γιάννης Ραγκούσης) για την επιλογή στελεχών στο υπόλοιπο δημόσιο προέβλεπε ότι “στη συνέντευξη μπορεί να παρίστανται οι λοιποί συνυποψήφιοι”.
- Τέλος, προβλέπονταν η υποβολή έκθεσης αυτοαξιολόγησης του υποψηφίου και προγραμματισμός του έργου του, που μπορούσε να ενισχύεται από πρακτικά Συλλόγων Διδασκόντων και λαμβάνονταν υπόψη από το συμβούλιο επιλογής.
Ενισχύοντας τις παραπάνω προβλέψεις, οι Υπουργικές Αποφάσεις του 2010 για τις διαδικασίες επιλογής στελεχών που εκδόθηκαν κατά εξουσιοδότηση του ν.3848/10 προέβλεπαν την διαμόρφωση τράπεζας θεμάτων/ μελετών περίπτωσης, από τις οποίες επέλεγαν με τυχαίο τρόπο οι υποψήφιοι αυτήν πάνω στην οποία θα καλούνταν να ερωτηθούν και ρύθμιζαν δεσμευτικά για τα συμβούλια τις ακολουθούμενες διαδικασίες.
Ακολούθησε ο ν.4275/2014 (υπουργός: Κυριάκος Μητσοτάκης) για την “Επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων” στο δημόσιο. Εκεί για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας της συνέντευξης, εισάγονταν δύο δικλείδες ασφαλείας: α) η δομημένη συνέντευξη, ώστε να αξιολογούνται με ενιαίο τρόπο συγκεκριμένες δεξιότητες, β) η διεξαγωγή της συνέντευξης από έμπειρα και πιστοποιημένα στελέχη, που θα προτείνονται από το ΑΣΕΠ. Καινοτόμο στοιχείο του συστήματος, επίσης, αποτελούσε και το γεγονός ότι στις διαδικασίες αξιολόγησης πέραν των εκπροσώπων του ΑΣΕΠ και του Δημοσίου, θα συμμετείχαν και επιλεγμένα στελέχη του ιδιωτικού τομέα ως αξιολογητές. Τα στελέχη αυτά θα προτείνονταν από το ΑΣΕΠ και θα είχαν πιστοποιηθεί σχετικά.
Στην ίδια λογική ο ν.4369/16 (υπουργός: Χριστόφορος Βερναρδάκης), προβλέπει:
- δομημένη συνέντευξη “με πρόβλεψη της αναγκαίας «ζωντανής βοήθειας« για άτομα με αναπηρία (ενδεικτικά, διερμηνέων νοηματικής), εφόσον αυτό απαιτείται”, η οποία περιλαμβάνει δύο θεματικές ενότητες: “αα. Δομημένη συζήτηση επί θεμάτων σχετικών με το αντικείμενο του φορέα…”, “ββ. Ανάπτυξη ενός υποθετικού σεναρίου γενικού διοικητικού ενδιαφέροντος (situational interview) …”.
- “Το πρακτικό του Συμβουλίου, είναι στη διάθεση όλων των υποψηφίων…”.
- Το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης υποστηρίζει επιστημονικά τη διαδικασία των δομημένων συνεντεύξεων παρέχοντας την απαιτούμενη τεχνογνωσία στα μέλη των Συμβουλίων που διεξάγουν τις συνεντεύξεις».
Το θέμα και η αναγκαιότητα της συμπερίληψης σχετικών δεσμευτικών για τα συμβούλια διατάξεων τέθηκε από βουλευτές με ερωτήσεις και προτάσεις τροπολογιών κατά τη συζήτηση στη Βουλή του πρόσφατου νόμου. Η αποδοχή τους από τον υπουργό θα βελτίωνε σημαντικά την κατάσταση, αν και η ενδεδειγμένη λύση για να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά, ενόσω παραμένουμε στο πλαίσιο του συγκεντρωτικού τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος, θα ήταν η θεσμοθέτηση διαδικασιών απλών, διαφανών και γρήγορων υπό την ευθύνη ανεξάρτητης αρχής, όπως είναι το ΑΣΕΠ. Παρά τούτο, στον ν.4473/17 για την επιλογή διευθυντών σχολικών μονάδων δεν περιλήφθηκε καμιά δεσμευτική διατύπωση, πέραν αυτής για μαγνητοφώνηση της συνέντευξης. Μέχρι την έκδοση της Υπουργικής Απόφασης για τον “Καθορισμό της διαδικασίας υποβολής αιτήσεων, επιλογής και τοποθέτησης διευθυντών σχολικών μονάδων και εργαστηριακών κέντρων” (Φ.361.22/21/90780/Ε3/31-3-2017) υπήρχε η ελπίδα ότι θα συμπεριληφθούν σε αυτήν κάποιες ρυθμίσεις, η οποία όμως διαψεύστηκε.
Πλέον το βάρος πέφτει στους ώμους των μελών των συμβουλίων επιλογής, ιδιαίτερα όσων έχουν αίσθηση ευθύνης και καθήκοντος και αντιλαμβάνονται ότι οι διαδικασίες είναι διάτρητες και το θεσμικό τους κύρος μειωμένο. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούν να αντιδράσουν είναι η αυτοδέσμευσή τους και ο αυτοπεριορισμός τους μέσα από την ανάπτυξη ενιαίων διαδικασιών που θα τηρούνται ομοιόμορφα για όλους τους υποψηφίους, ενιαίου τύπου δομημένης συνέντευξης και δικής τους “τράπεζας” θεμάτων από την οποία απαρέγκλιτα θα αντλούνται οι μελέτες περιπτώσεων που θα καλούνται να αναπτύξουν οι υποψήφιοι. Η δηλωμένη αυτοδέσμευση των μελών κάθε συμβουλίου, παρά το γεγονός ότι δύσκολα θα πείσει την εκπαιδευτική κοινότητα, θα λειτουργήσει πολύ ισχυρά για τα ίδια τα μέλη, θα προσδιορίσει καθοριστικά τον τρόπο λειτουργίας τους και θα συμβάλει σε κάποιο βαθμό στην άμβλυνση των προβλημάτων. Απαιτείται όμως συστηματική προετοιμασία και εργασία για την διαμόρφωση του περιεχομένου των “αυτοδεσμεύσεων” και ο διαθέσιμος χρόνος είναι περιορισμένος. Μια ιδέα ως προς την “τράπεζα” θεμάτων είναι η συμπερίληψη σε αυτήν συγκεκριμένων – των πιο βασικών - νομοθετημάτων, καθώς και μελετών περιπτώσεων που αξιοποιήθηκαν κατά τις κρίσεις του 2010. Στην κατεύθυνση αυτή σημαντική θα μπορούσε να είναι και η συμβολή των Επιστημονικών Ενώσεων των Διευθυντών Σχολικών Μονάδων, των Σχολικών Συμβούλων, των Διευθυντών Εκπαίδευσης.